ἀχθοφορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀχθοφορέω
- σηκώνω βάρη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 9, p. 284, @scaife.perseus
- ἐνίοισι δὲ καὶ σπατίλη γένοιτο ἂν, ὅτι παρὰ τὸ ἐωθὸς ἠχθοφόρηκεν ἡ κοιλίη εἰθισμένη ἐπιξηραίνεσθαι, καὶ μὴ δὶς διογκοῦσθαι, μήτε δὶς ἕψειν τὰ σιτία..
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 9, p. 284, @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία) φέρω κάτι ως φορτίο
Παράγωγα
- ἀχθοφόρημα
- μετοχές: ἀχθοφορῶν
- απαρέμφατα: ἀχθοφορεῖν
Πηγές
- ἀχθοφορέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀχθοφορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.