ἀχθοφορέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀχθοφορέω ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ιπποκράτη < ἀχθοφόρος + -έω

Ρήμα

ἀχθοφορέω

  1. σηκώνω βάρη
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 9, p. 284, @scaife.perseus
    ἐνίοισι δὲ καὶ σπατίλη γένοιτο ἂν, ὅτι παρὰ τὸ ἐωθὸς ἠχθοφόρηκεν ἡ κοιλίη εἰθισμένη ἐπιξηραίνεσθαι, καὶ μὴ δὶς διογκοῦσθαι, μήτε δὶς ἕψειν τὰ σιτία..
  2. (ελληνιστική σημασία) φέρω κάτι ως φορτίο

Παράγωγα

  • ἀχθοφόρημα
  • μετοχές: ἀχθοφορῶν
  • απαρέμφατα: ἀχθοφορεῖν

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.