ἄνεργος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄνεργος τὸ ἄνεργον οἱ, αἱ ἄνεργοι τὰ ἄνεργα
Γενική τοῦ, τῆς ἀνέργου τοῦ ἀνέργου τῶν ἀνέργων τῶν ἀνέργων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνέργῳ τῷ ἀνέργῳ τοῖς, ταῖς ἀνέργοις τοῖς ἀνέργοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄνεργον τὸ ἄνεργον τοὺς, τὰς ἀνέργους τὰ ἄνεργα
Κλητική ἄνεργε ἄνεργον ἄνεργοι ἄνεργα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνέργω
Γενική-Δοτική ἀνέργοιν

Ετυμολογία

ἄνεργος < ἀ- + ἔργον

Επίθετο

ἄνεργος, -ος, -ον

  1. που δεν έχει γίνει
  2. ακατέργαστος
     συνώνυμα: ἀνέργαστος
  3. ανενεργός
     αντώνυμα: ἐνεργός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.