ἄβιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

  1. ἄβιος < α- στερητικό + βίος
  2. ἄβιος < α- επιτακτικό + βίος (= περιουσία)

Επίθετο

ἄβιος, -ος, -ον
  1. αβίωτος, πτωχός
  2. πλούσιος

Συνώνυμα

  • ἀβιογένεσις
  • ἀβίωσις
  • ἀβιωτικός
  • ἀβιωτίκιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.