ἁλωτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἁλωτός < ἁλίσκομαι
Επίθετο
ἁλωτός
- που μπορεί να αλωθεί
- που έχει κυριευτεί, αλωθεί
- (μεταφορικά) που μπορεί να γίνει, ο κατορθωτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.