ἁδρύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἁδρύνω
Κλίση
Δόκιμοι τύποι: ἁδρύνω (ενεστώτας) ἁδρύνων (μτχ ενεσ.), ίσως ἁδρύνω/ἁδρυνῶ (μέλλοντας) ἁδρῦναι (απαρέμφατο) και από τη μέση φωνή ἁδρύνομαι (ενεστώτας), ἁδρυνθῆναι (απαρέμφατο παθ. αορίστου), ἁδρυνθέντα (μετοχή παθ. αορίστου) και ίσως ἡδρυμμένα (ουδετ. μετοχής παρακειμένου)
Συγγενικά
- ἅδρυνσις
- ἁδρυντικός εκείνος που ενισχύει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.