ἁδρόμισθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἁδρόμισθος τὸ ἁδρόμισθον οἱ, αἱ ἁδρόμισθοι τὰ ἁδρόμισθα
Γενική τοῦ, τῆς ἁδρομίσθου τοῦ ἁδρομίσθου τῶν ἁδρομίσθων τῶν ἁδρομίσθων
Δοτική τῷ, τῇ ἁδρομίσθῳ τῷ ἁδρομίσθῳ τοῖς, ταῖς ἁδρομίσθοις τοῖς ἁδρομίσθοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἁδρόμισθον τὸ ἁδρόμισθον τοὺς, τὰς ἁδρομίσθους τὰ ἁδρόμισθα
Κλητική ἁδρόμισθε ἁδρόμισθον ἁδρόμισθοι ἁδρόμισθα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἁδρομίσθω
Γενική-Δοτική ἁδρομίσθοιν

Ετυμολογία

ἁδρόμισθος < ἁδρός + μισθός

Επίθετο

ἁδρόμισθος, -ος, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.