αδρομισθία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδρομισθία οι αδρομισθίες
      γενική της αδρομισθίας των αδρομισθιών
    αιτιατική την αδρομισθία τις αδρομισθίες
     κλητική αδρομισθία αδρομισθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδρομισθία < αδρόμισθος + -ία < (ελληνιστική κοινή) ἁδρόμισθος < ἁδρός + μισθός

Ουσιαστικό

αδρομισθία θηλυκό

  1. μεγάλος μισθός
  2. παχυλή αμοιβή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.