ἀστένακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ἀστένακτος
- ο άνθρωπος που δεν κλαίει, που δεν θρηνεί
- εἷς ποτε τόνδ᾽ ἄνδρα φαίη πρόσθ᾽ ἰδεῖν δεδρακότα, ἀλλ᾽ ἀστένακτος αἰὲν εἱπόμην κακοῖς (: γιατί ποτέ κανένας άνδρας δεν με είδε ως τώρα να γογγύζω για τις κακοτυχίες μου)
- παρειστήκει δ᾽ ἡ μήτηρ ἄτεγκτος καὶ ἀστένακτος. εἰ δὲ στενάξειεν ἢ δακρύσειεν, ἔδει τῆς τιμῆς στέρεσθαι
- που δεν είναι θρηνητικός, που δεν έχει καημό
- οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁμέρα μ᾽ ἐπισχήσει (: δεν θα ξημερώσει για μένα πια μέρα δίχως καημό και δάκρυ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.