στενακτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στενακτός < στενάζω
Επίθετο
στενακτός
- που τον θρηνούν, που γίνεται αιτία για θρήνο,
- που είναι θρηνητικός, που θρηνεί, στενάζει, βογκάει εκείνος
- ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽ (: ο άνθρωπος πέθανε χωρίς να βογγήξει ούτε να αρρωστήσει ούτε να πονέσει )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.