ἀρτίαλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | ἀρτίαλᾰ | ||||||
| γενική | τῶν | ἀρτιάλων | ||||||
| δοτική | τοῖς | ἀρτιάλοις | ||||||
| αιτιατική | τὰ | ἀρτίαλᾰ | ||||||
| κλητική ὦ! | ἀρτίαλᾰ | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀρτίαλα < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
ἀρτίαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό αιολικός τύπος (ελληνιστική κοινή)
- (κόσμημα) σκουλαρίκια
Πηγές
- ἀρτίαλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.