ἀρνοῦμαι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρνοῦμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρνοῦμαι

Ρήμα

ἀρνοῦμαι

  1. αρνούμαι
  2. απαρνιέμαι

  • ἀρνιέμαι
  • ἀρνῶ

Ρηματικοί τύποι

  • ἔρνήθην (αόριστος)

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

  • ἀρνησι- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρνησι- στο Βικιλεξικό όπως ἀρνησίσταυρος
  • ἀπαρνοῦμαι & συγγενικά
  • ἄρνησις, ἄρνηση
  • ἀρνητεία
  • ἀρνητής, ἀρνήτρια
  • ἐξαρνοῦμαι & συγγενικά
  • μισθάρνισσα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

ἀρνοῦμαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.