ἀρνοῦμαι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀρνοῦμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρνοῦμαι
- ἀρνιέμαι
- ἀρνῶ
Ρηματικοί τύποι
- ἔρνήθην (αόριστος)
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
- ἀρνησι- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρνησι- στο Βικιλεξικό όπως ἀρνησίσταυρος
- ἀπαρνοῦμαι & συγγενικά
- ἄρνησις, ἄρνηση
- ἀρνητεία
- ἀρνητής, ἀρνήτρια
- ἐξαρνοῦμαι & συγγενικά
- μισθάρνισσα
Πηγές
- ἀρνοῦμαι, σελ.209, Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αρνούμαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.