ἀραχίς

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀραχίς αἱ ἀραχίδες
      γενική τῆς ἀραχίδος τῶν ἀραχίδων
      δοτική τῇ ἀραχίδι ταῖς ἀραχίσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀραχίδα τὰς ἀραχίδας
     κλητική ! ἀραχίς* ἀραχίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀραχίς (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀράχιδνα  και δείτε τη λέξη αραχίδα

Ουσιαστικό

ἀραχίς θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.