ἀπορέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπορέω < ἄπορ(ος) + -έω < ἀ- στερητικό + πόρος [1]

Ρήμα

ἀπορέω / ἀπορῶ

  1. είμαι άπορος
      5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Συμπόσιον, 203e
    τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ, ὥστε οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ. σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ ἐστίν.
    Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση.
    Μετάφραση, Σταύρος Τσιτσιρίδης, @greek-language.gr
    ΣτΕΔιοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, αναπτύσσει τη δική της άποψη στην ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.
  2. βρίσκομαι σε αμηχανία, τα έχω χαμένα, έχω ενδοιασμούς για το τι πρέπει να κάνω λόγω της ένδειάς μου
     δείτε παράθεμα στο ἀπορῶν
  3. (στην παθητική φωνή)
    1. (για πράγματα) έχω αφεθεί χωρίς πόρους, εφόδια ή προμήθειες για κάτι
    2. είμαι άπορος, φτωχός
    3. βρίσκομαι σε αμηχανία

Παράγωγα

  • ἀνταπορέω
  • ἀπορία
  • ἀπορικός
  • ἄπορος
  • συναπορέω

Αναφορές

  1. άπορος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.