ἀπορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀπορέω / ἀπορῶ
- είμαι άπορος
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203e
- τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ, ὥστε οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ. σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ ἐστίν.
- Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση.
- Μετάφραση, Σταύρος Τσιτσιρίδης, @greek-language.gr
- ΣτΕ:Η Διοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, αναπτύσσει τη δική της άποψη στην ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.
- τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ, ὥστε οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ. σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ ἐστίν.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203e
- βρίσκομαι σε αμηχανία, τα έχω χαμένα, έχω ενδοιασμούς για το τι πρέπει να κάνω λόγω της ένδειάς μου
- → δείτε παράθεμα στο ἀπορῶν
- (στην παθητική φωνή)
Παράγωγα
- ἀνταπορέω
- ἀπορία
- ἀπορικός
- ἄπορος
- συναπορέω
Αναφορές
- άπορος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀπορέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.