ἀποληκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποληκέω < ἀπο- + ληκέω (χτυπώ)

Ρήμα

ἀποληκέω (συνηρημένο: ἀποληκῶ)

  • δημιουργώ ήχο χρησιμοποιώντας τα δάκτυλα

Συγγενικά

  • ἀποκροτέω
  • ἐπιληκέω (χτυπώ χέρια, χειροκροτώ)
  • ληκέω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.