ἀποληκέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀποληκέω < ἀπο- + ληκέω (χτυπώ)
Συγγενικά
- ἀποκροτέω
- ἐπιληκέω (χτυπώ χέρια, χειροκροτώ)
- ληκέω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀποληκέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.