ληκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ληκέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ληκέω / λακῶ

  • λακέω, λακῶ (δωρικός και μεταγενέστερος τύπος)

Συγγενικά

  • ἀποληκέω (χτυπώ τα δάχτυλα)
  • ἐπιληκέω (χειροκροτώ)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.