ἀπογραφή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπογραφή < ἀπογράφω <  δείτε τις λέξεις ἀπό και γράφω

Ουσιαστικό

ἀπογραφή θηλυκό

  1. η καταγραφή σε πίνακες ή καταλόγους έμψυχου ή άψυχου υλικού
  2. (ειδικότερα) το κτηματολόγιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.