ἀνηλικότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνηλικότης αἱ ἀνηλικότητες
      γενική τῆς ἀνηλικότητος τῶν ἀνηλικοτήτων
      δοτική τῇ ἀνηλικότητι ταῖς ἀνηλικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀνηλικότητα τὰς ἀνηλικότητᾰς
     κλητική ! ἀνηλικότης ἀνηλικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ἀνηλικότης θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.