ἀνεπιτήδειος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνεπιτήδειος τὸ ἀνεπιτήδειον οἱ, αἱ ἀνεπιτήδειοι τὰ ἀνεπιτήδεια
Γενική τοῦ, τῆς ἀνεπιτηδείου τοῦ ἀνεπιτηδείου τῶν ἀνεπιτηδείων τῶν ἀνεπιτηδείων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνεπιτηδείῳ τῷ ἀνεπιτηδείῳ τοῖς, ταῖς ἀνεπιτηδείοις τοῖς ἀνεπιτηδείοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνεπιτήδειον τὸ ἀνεπιτήδειον τοὺς, τὰς ἀνεπιτηδείους τὰ ἀνεπιτήδεια
Κλητική ἀνεπιτήδειε ἀνεπιτήδειον ἀνεπιτήδειοι ἀνεπιτήδεια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνεπιτηδείω
Γενική-Δοτική ἀνεπιτηδείοιν

Ετυμολογία

ἀνεπιτήδειος < ἀν- + ἐπιτήδειος < ἐπιτηδές

Επίθετο

ἀνεπιτήδειος

  1. άχρηστος
  2. ακατάλληλος
  3. βλαβερός
  4. εχθρικός, δυσμενής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.