ἀνελκυστήρ
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνελκυστήρ | οἱ | ἀνελκυστῆρες | ||||
| γενική | τοῦ | ἀνελκυστῆρος | τῶν | ἀνελκυστήρων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀνελκυστῆρι | τοῖς | ἀνελκυστῆρσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀνελκυστῆρα | τοὺς | ἀνελκυστῆρας | ||||
| κλητική ὦ! | ἀνελκυστήρ | ἀνελκυστῆρες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ανελκύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.