ἀμβλυώττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀμβλυώττω < ἀμβλύς + -ώττω
Ρήμα
ἀμβλυώττω και ἀμβλυώσσω
- είμαι ἀμβλυωπός, έχω ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι μύωπας
- δεν βλέπω καλά για κάποιον λόγο
- ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς : με τυφλώνουν τα φώτα
- τό τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.