ἀμβλυώττω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀμβλυώττω < ἀμβλύς + -ώττω

Ρήμα

ἀμβλυώττω και ἀμβλυώσσω

  1. είμαι ἀμβλυωπός, έχω ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι μύωπας
  2. δεν βλέπω καλά για κάποιον λόγο
    ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς : με τυφλώνουν τα φώτα
    τό τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.