ἀεροβόλον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀεροβόλον τὰ ἀεροβόλα
      γενική τοῦ ἀεροβόλου τῶν ἀεροβόλων
      δοτική τῷ ἀεροβόλ τοῖς ἀεροβόλοις
    αιτιατική τὸ ἀεροβόλον τὰ ἀεροβόλα
     κλητική ! ἀεροβόλον ἀεροβόλα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀεροβόλον <  δείτε τη λέξη αεροβόλο

Ουσιαστικό

ἀεροβόλον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.