ἀγωγιάζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀγωγιάζω < αρχαία ελληνική ἀγώγι(ον) + -άζω κατά το ἐνοικιάζω[1]

Ρήμα

ἀγωγιάζω ουδέτερο

  • (για ζώα)
    1. δίνω ζώο παίρνοντας ενοίκιο
    2. παίρνω ζώο πληρώνοντας ενοίκιο

  • γωγιάζω

Συγγενικά

Αναφορές

  1. σελ.76, Τόμος Α΄ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.