ἀγηνόρειος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγηνόρειος < ἀγήνωρ

Επίθετο

ἀγηνόρειος, -α, -ο

  1. αυτός που διάγει ως αγήνωρ, υπερήφανος
  2. ανδρείος, ηρωικός, μεγαλοπρεπής, πείσμων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.