ἀγεληδόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγεληδόν < ἀγέλη + -ηδόν

Επίρρημα

ἀγεληδόν

  1. αγεληδόν, κατά αγέλες, σε ομάδες
    ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλέουσι ἐς θάλασσαν (Ηρόδοτος, Ιστορία, 2, 93, 3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.