αγεληδόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγεληδόν < αρχαία ελληνική ἀγεληδόν < ἀγέλη + -ηδόν

Επίρρημα

αγεληδόν

  • σαν αγέλη, σαν μπουλούκι· για αγελαίες συμπεριφορές, όπου εξαφανίζεται μέσα στη μάζα η ιδιαιτερότητα του μεμονωμένου ατόμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.