ἀγαπήνωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγαπήνωρ < ἀγάπη + ἠνορέη (= ἀνήρ)

Ουσιαστικό

ἀγαπήνωρ αρσενικό

Σημειώσεις

  • επίθετο χωρίς θηλυκό ή ουδέτερο τύπο φερόμενο ως ουσιαστικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.