ἠνορέη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἠνορέη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἠνορέη, -ης θηλυκό επικός τύπος του ἠνορέα
- ανδρεία, ανδρική δύναμη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 226 (στίχοι 224-226)
- ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο | ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας | εἴρυσαν, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν·
- και στες σκηνές του Αίαντος του Τελαμωνιάδη | και του Αχιλλέως, που ακρινά τα πλοία τους εστήσαν, | στην δύναμίν τους ήσυχοι και στην πολλήν ανδρείαν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο | ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας | εἴρυσαν, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 156 (στίχοι 156-157)
- τῷ δὲ θεοὶ κάλλος τε καὶ ἠνορέην ἐρατεινὴν | ὤπασαν· αὐτάρ οἱ Προῖτος κακὰ μήσατο θυμῷ,·
- κάλλος του δώσαν οι θεοί, χάριν ομού και ανδρείαν, | αλλά κρυφίως όλεθρον ο Προίτος τού εσοφίσθη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῷ δὲ θεοὶ κάλλος τε καὶ ἠνορέην ἐρατεινὴν | ὤπασαν· αὐτάρ οἱ Προῖτος κακὰ μήσατο θυμῷ,·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 516 (514-516)
- ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς | εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ | εἵνεκ᾽ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
- Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχεί | στο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνό | για την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς | εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ | εἵνεκ᾽ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 226 (στίχοι 224-226)
- ανδρική ομορφιά
- (στον πληθ.) (ἠνορέαι) έπαινοι για την ανδρεία
Συνώνυμα
- ἀνδρεία
- δωρικός τύπος : ἀνορέα
Πηγές
- ἠνορέη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠνορέη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.