ἀγάπη

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγάπη < ἀγαπάω

Ουσιαστικό

ἀγάπη θηλυκό

  1. η ψυχική κλίση, διάθεση του αγαπάω
  2. η στοργική διάθεση θεού προς ανθρώπους και αντίστροφα
  3. φιλαδελφία, φιλανθρωπία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.