ἀβαθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀβαθής | τὸ ἀβαθές | οἱ, αἱ ἀβαθεῖς | τὰ ἀβαθῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀβαθοῦς | τοῦ ἀβαθοῦς | τῶν ἀβαθῶν | τῶν ἀβαθῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀβαθεῖ | τῷ ἀβαθεῖ | τοῖς, ταῖς ἀβαθέσι(ν) | τοῖς ἀβαθέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀβαθῆ | τὸ ἀβαθές | τοὺς, τὰς ἀβαθεῖς | τὰ ἀβαθῆ |
| Κλητική | ἀβαθές | ἀβαθές | ἀβαθεῖς | ἀβαθῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀβαθεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἀβαθοῖν | |||
Ετυμολογία
- ἀβαθής < ελληνιστική λέξη α- στερητικό και αρχαία ελληνική βαθύς
Εκφράσεις
- ἀβαθεῖς ὕδατα, νεοελληνική αβαθείς ύδατα
- ἀβαθεῖς ἀκταί, νεοελληνική αβαθείς ακτές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.