چیچك

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ουσιαστικό

چیچك (çiçek)

  1. το λουλούδι, το άνθος
  2. κατεργάρης, άστατος

Απόγονοι

τουρκικά: çiçek
νέα ελληνικά: τσιτσέκι, τσουτσέκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.