حلال
Αραβικά
(ar)
Ετυμολογία
حلال
<
ρίζα
حل (ḥálla) (
λύνω
,
χαλαρώνω
)
Επίθετο
حلال
(ar)
(
θρησκεία
)
που επιτρέπεται, σύμφωνα με το
μουσουλμανικό
νόμο,
επιτρεπτός
νόμιμος
Αλλόγλωσσα παράγωγα
αγγλικά
:
halal
νέα ελληνική
:
χαλάλι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.