страх

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

страх (bg) αρσενικό

  1. ο φόβος



Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

страх (ru)

  1. φόβος
  2. ρίσκο, κίνδυνος

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • страховка, страшила, страшилка
  • страшный, бесстрашный, неустрашимый
  • страшить, устрашать, стращать
  • страшно
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.