кочан
Βουλγαρικά (bg)
Ετυμολογία
- кочан < πρωτοσλαβική *kočanъ
Ουσιαστικό
кочан (bg) (kočán) αρσενικό
- (τρόφιμο):
- ο καρπός του καλαμποκιού (με, ή χωρίς τους κίτρινους κόκκους)
- το λάχανο
- το εσωτερικό, σκληρό τμήμα ενός λάχανου, που συνήθως δεν το χρησιμοποιούμε
- μπλοκ αποδείξεων ή εισιτηρίων
- το στέλεχος ενός μπλοκ αποδείξεων ή εισιτηρίων, το τμήμα του μπλοκ που παραμένει μετά την αποκοπή τους
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- кочан < πρωτοσλαβική *kočanъ
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɐˈt͡ɕan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ко‐ча́н
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.