кочан

Βουλγαρικά (bg)

Ετυμολογία

кочан < πρωτοσλαβική *kočanъ

Ουσιαστικό

кочан (bg) (kočán) αρσενικό

  1. (τρόφιμο):
    1. ο καρπός του καλαμποκιού (με, ή χωρίς τους κίτρινους κόκκους)
    2. το λάχανο
    3. το εσωτερικό, σκληρό τμήμα ενός λάχανου, που συνήθως δεν το χρησιμοποιούμε
  2. μπλοκ αποδείξεων ή εισιτηρίων
  3. το στέλεχος ενός μπλοκ αποδείξεων ή εισιτηρίων, το τμήμα του μπλοκ που παραμένει μετά την αποκοπή τους



Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

кочан < πρωτοσλαβική *kočanъ

Προφορά

ΔΦΑ : /kɐˈt͡ɕan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: коча́н

Ουσιαστικό

кочан (ru) (kočán) αρσενικό

  1. (λαχανικό) το λάχανοφυλλώδης, σφαιρική κεφαλή, όχι το φυτό)
  2. (μειωτικό, για άνθρωπο) το κεφάλι, η κεφάλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.