Влахов
Βουλγαρικά (bg)
Ετυμολογία
Συγγενικά
- Влаховски (Vláhovski)
Αναφορές
- Βλ. και влах (vlah), влас (vlas), o Βλάχος.
Πηγές
- Стефан Илчев, Речник на личните и фамилни имена у българите [Λεξικό ονομάτων και επωνύμων των Βουλγάρων] (Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, 1969), σ. 114α.
Σλαβομακεδονικά (mk)
Ετυμολογία
- Влахов < βουλγαρική Влахов • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.