Влахов

Βουλγαρικά (bg)

Ετυμολογία

Влахов < από παρωνύμιο, Влах(а) (Vláha)[1] [αυτός που πήγε να ζήσει στη Ρουμανία (στη Βλαχία)] + -ов (-ov, -οφ)

Κύριο όνομα

Влахов (bg) (Vláhov) αρσενικό (θηλυκό Влахова)

Συγγενικά

  • Влаховски (Vláhovski)

Αναφορές

  1. Βλ. και влах (vlah), влас (vlas), o Βλάχος.

Πηγές



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ετυμολογία

Влахов < βουλγαρική Влахов  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Влахов (mk) (Vláhov) αρσενικό (θηλυκό Влахова)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.