Βλάχοφ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Βλάχοφ < μεταγραφή για τη βουλγαρική Влахов (Vláhov) ή τη σλαβομακεδονική Влахов (Vláhov)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvla.xof/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλά‐χοφ
- γυναικείο επώνυμο: Βλάχοβα
-
Ντίμιταρ Βλάχοβ στη Βικιπαίδεια
(1878-1953), Βουλγαρο-(Σλαβο)Μακεδόνας πολιτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.