ϝεργαλεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ϝεργαλεῖον < ϝέργ(ον) + -άλ(ο)- + -εῖον  δείτε τη λέξη ἐργαλεῖον

Ουσιαστικό

ϝεργαλεῖον ουδέτερο

  • κρητικός τύπος του ἐργαλεῖον
      5ος πκε αιώνας Επιγραφή στη Γόρτυνα[1]
    μας, ἰστός, ἔρια κεˉρίθεκν-
    α, ϝεργαλεῖα σιδάρια, ἄρατ-
    ρον, δυγὸν βοο͂ν, κάπετον, μ-

Αναφορές

Πηγές

  • Schwyzer 180, ()
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.