ύψη

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

ύψη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα σημεία που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος
    φοβάται τα ύψη
  2. (μεταφορικά)
    στα ύψη έφτασε η τιμή της βενζίνης

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ύψη ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.