ωριμάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ωριμάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωριμάζω
  2. θα ωριμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωριμάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ωριμάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωρίμαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.