ωριμάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ωριμάσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ωριμάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωρίμαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.