ψυχώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ψυχώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχώνω
  2. θα ψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ψυχώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψύχωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.