ψυχαναλύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ψυχαναλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαναλύω
  2. θα ψυχαναλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαναλύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ψυχαναλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχανάλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.