ψηλότερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηλότερα < συγκριτικός βαθμός του ψηλά

Επίρρημα

ψηλότερα

  • για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί σε υψηλότερο επίπεδο από κάτι άλλο ή από τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
    Κάρφωσέ το λίγο ψηλότερα. Αν κρεμάσουμε εκεί τον πίνακα, θα τον κρύβει το φυτό
  •  :Αν βάλω το καρφί ψηλότερα θα φαίνεται η παλιότερη τρύπα. Είναι πιο απλό να πας το φυτό αριστερότερα

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψηλότερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.