ψεκτέον

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: ουδέτερο του. Οι γενικές σημειώσεις για τα ρηματικά επίθετα, ας μεταφερθούν στο Παράρτημα της Γραμματικής. Τα συγγενικά, στο ψεκτέος. Και είναι και ελληνιστικό. Sarri.greek 00:19, 30 Ιουλίου 2021 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψεκτέον < πιθανόν από επίθετο "ψεκτέος" ή < απ' ευθείας από το επίθετο ψεκτός < ψέγω

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψεκτέον

  • (ρηματικό επίθετο) (αναλύεται: "δεῖ ψέγειν"), που πρέπει να το κατηγορήσει κάποιος, το αξιόμεμπτο

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • η κλίση του ουδετέρου και συνηθέστερου παρατίθεται πλήρης, αλλά τα ρηματικά επίθετα σε -τέος συνηθίζονταν στον ενικό του ουδετέρου και κυρίως σε αιτιατική και γενική (στην απρόσωπη σύνταξη). Σε ονομαστική ή άλλα γένη έμπαιναν κυρίως στην προσωπική σύνταξη π.χ. οἰστέα ἡμῖν ἡ τύχη (: από εμάς πρέπει να έρθει <προς το μέρος μας> η τύχη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.