ψεκτέον
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψεκτέον
- (ρηματικό επίθετο) (αναλύεται: "δεῖ ψέγειν"), που πρέπει να το κατηγορήσει κάποιος, το αξιόμεμπτο
Σημειώσεις
- η κλίση του ουδετέρου και συνηθέστερου παρατίθεται πλήρης, αλλά τα ρηματικά επίθετα σε -τέος συνηθίζονταν στον ενικό του ουδετέρου και κυρίως σε αιτιατική και γενική (στην απρόσωπη σύνταξη). Σε ονομαστική ή άλλα γένη έμπαιναν κυρίως στην προσωπική σύνταξη π.χ. οἰστέα ἡμῖν ἡ τύχη (: από εμάς πρέπει να έρθει <προς το μέρος μας> η τύχη)
Πηγές
- ψεκτέον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.