ψαφαρά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψαφαρᾱ́ (με μακρά κατάληξη ᾱ)

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψαφαρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του ψαφαρός

ψαφαρᾰ́ (με βραχεία κατάληξη ᾰ)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.