χωριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χωριάτικα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τα χωριάτικα (el) ουδέτερο (συνήθως μόνο πληθυντικός)
- η τοπολαλιά (μη αττική λαλιά) όσον αφορά κάθε παράμετρο:
- το λεξιλόγιο
- τον χειρισμό των λέξεων (πχ μεταβολές τους, αποκοπές κτλ.)
- την σύνταξη του λόγου
- την προφορά και τον επιτονισμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χωριάτικα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.