χρῄζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρῄζω < χρή + -ίζω

Ρήμα

χρῄζω

  1. έχω ανάγκη
    1. (+ γενική) έχω ανάγκη από
      οὐδ᾽ ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις : δεν με χρειάζεσαι (για) δάσκαλο
    2. (+ απαρέμφατο) πρέπει να
        [ὁ Παυσανίης] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα, ἐχρήιζέ τε τῶν Ἀθηναίων προσχωρῆσαί τε πρὸς ἑωυτοὺς καὶ ποιέειν περὶ τῆς ἀπόδου τά περ ἂν καὶ σφεῖς
      [ο Παυσανίας] να τους κατατοπίσει για τη σύγχυση που επικρατούσε στο στρατόπεδό τους· και ζητούσε από τους Αθηναίους να έρθουν προς το μέρος τους και να ενεργήσουν για την αποχώρησή τους (όπως και οι Σπαρτιάτες).
      Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, Καλλιόπη 9.55.2. Μετάφραση: Η. Σπυρόπουλος
  2. τύπος του χράω (δίνω χρησμό)
    χρήζω [1]

Εκφράσεις

  • χρῄζων (μετοχή)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χρή

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

  1. χρήζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.