χρήζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χρήζω
<
αρχαία ελληνική
χρῄζω
Ρήμα
χρήζω
(
λόγιο
)
έχω
ανάγκη
από κάτι (συντάσσεται με
γενική
)
το θέμα
χρήζει
ανάλυσης
το κείμενο
χρήζει
σχολιασμού
Μεταφράσεις
χρήζω
γαλλικά
:
nécessiter
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.