χειραγώγησις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χειραγώγησις < ελληνιστική κοινή χειραγωγῶ (-έω), χειρ-αγωγη- + -σις (-ησις)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: χειραγώγηση (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό
χειραγώγησις θηλυκό
- βοήθεια, αρωγή, κυριολεκτικά το να βοηθάς κάποιον παίρντοντάς τον απ' το χέρι
- ≈ συνώνυμα: χειραγωγία στη σημασία βοήθεια
Συγγενικά
- χειραγώγημα
- χειραγωγητέον
- χειραγωγητής
- χειραγωγητικός
- χειραγώγιον
- χειραγωγία
- χειραγώγιον
- χειραγωγός
→ και δείτε τις λέξεις χείρ και ἀγωγή
Πηγές
- χειραγώγησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- χειραγώγησις σελ.7818 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.