χείμαρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χείμαρος < αβέβαιης ετυμ. ίσως από το χείμερος, που πιθανά σχηματίστηκε ως αντώνυμο της δυσχείμερος (μεγάλη κακοκαιρία), για να αποδώσει δηλαδή το αντίστροφο

Ουσιαστικό

χείμαρος αρσενικό

  • πάσσαλος που ήταν τοποθετημένος σαν βύσμα, τάπα στον πυθμένα του πλοίου και τον έβγαζαν όταν τραβούσαν το πλοίο στην ξηρά για να αδειάσουν τα νερά της βροχής (που διαφορετικά θα λίμναζαν μέσα του)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.