χαρισματικές
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ri.zma.tiˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρι‐σμα‐τι‐κές
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χαρισματικές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαρισματική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.