χαλαζήεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαλαζήεις < χάλαζα

Επίθετο

χαλαζήεις, -εσσα, -εν δωρικός τύπος χαλαζάεις

  1. όμοιος με χαλάζι, σαν χαλάζι
  2. (μεταφορικά) σκληρός, πυκνός και άγριος σαν το χαλάζι
    ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ : "με τις στάλες από το αίμα αναρίθμητων ανδρών πυκνές σαν το χαλάζι" ή κατ άλλη απόδοση "όταν η σφαγή έπεσε σαν χαλάζι πάνω σε αναρίθμητους άνδρες"(Πίνδαρος)
    χαλαζήεντες ὀϊστοί : βέλη <που έπεφταν πυκνά και άγρια> σαν το χαλάζι
    χαλαζήεις συρμός (ριπή χαλαζιού)
  3. ελληνιστική ονομασία ενός είδους σκορπιού (σκορπιός που το δάγκωμά του προκαλεί παγερή ανατριχίλα)
    σκορπίος χαλαζήεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.